εφυαλώνω

εφυαλώνω
μετ. покрывать эмалью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εφυαλώνω" в других словарях:

  • εφυαλώνω — επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο τού εμ φιαλ ώνω (< φιάλη)] …   Dictionary of Greek

  • εφυάλωση — η [εφυαλώνω] η ενέργεια τού εφυαλώνω, το εφυάλωμα, το σμάλτωμα …   Dictionary of Greek

  • εφυάλωμα — το [εφυαλώνω] υαλώδες επίχρισμα μετάλλινων ή πήλινων σκευών, υαλογάνωμα, σμάλτωμα, σμάλτο …   Dictionary of Greek

  • εφυαλωμένος — η, ο επιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνω διάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)] …   Dictionary of Greek

  • εφυαλωτός — ή, ό και εφυαλωμένος, η, ο [εφυαλώνω] επιχρισμένος με υαλώδες ή σμαλτοειδές επίχρισμα, εμαγιέ …   Dictionary of Greek

  • σμαλτώνω — Ν [σμάλτο] επιχρίω ή διαποικίλλω μια επιφάνεια με σμάλτο, εφυαλώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»